- πεπλανημένῃ
- πλανάωcause to wanderperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπλανημένη — πλανάω cause to wander perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροδοξία — η (ΑΜ ἑτεροδοξία) νεοελλ. (για χριστιανούς) το να ανήκει κανείς σε άλλη Εκκλησία, να πρεσβεύει άλλο δόγμα από αυτό που επικρατεί στη χώρα όπου διαμένει αρχ. μσν. 1. εσφαλμένη άποψη, πεπλανημένη γνώμη 2. διαφορά γνώμης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων… … Dictionary of Greek